πόκος
31ποκοειδής — ές, Α 1. αυτός που μοιάζει με πόκο, με ακατέργαστο έριο 2. άξεστος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόκος «ακατέργαστο μαλλί» + ειδής*] …
32ποκοφόρος — ον, Μ αυτός που φέρει πόκο, ακατέργαστο έριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόκος «ακατέργαστο μαλλί» + φόρος*] …
33πολυποκώ — έω, Μ έχω άφθονα μαλλιά, είμαι πολύ τριχωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποκῶ (< πόκος «μαλλί»)] …
34πόκες — και πόκαι, αἱ, Α βλ. πόκος …
35πόκτος — ὁ, Α (αιολ. τ.) βλ. πόκος …
36τρίποκος — ον, Α αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόκος «ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου»] …
37υπόποκος — ον, Α ο κάπως μαλλιαρός ή ο μαλλιαρός αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πόκος «ακατέργαστο μαλλί προβάτου»] …
38ԳԵՂՄՆ — (ման, մնաց.) NBH 1 0539 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c գ. πόκος vellus, lana Գզաթ. բուրդ. ասր. ... *Իջցէ որպէս զանձրեւ ʼի վերայ գեղման. Սղ. ՟Հ՟Ա. 6: *Ի կթոց արօտականաց, եւ ʼի գեղմանց. Խոր. ՟Գ. 20: *Գեղմն իմանալի,… …
39ԳԶԱԹ — (ու, կամ ի.) NBH 1 0549 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. եբր. կէզ, կիզա. πόκος vellus, lana Բուրդ. գեղմն. ... *Գզաթ մի ասուի: Անձրեւ ʼի վերայ գզաթուն: Էջ ցօղ ʼի գզաթէ անտի: Փորձեցից միւսանգամ գզաթուն, եւ եղիցի միւսանգամ… …
40ποκάρι — ποκάρι, το και πόκος, ο μέρος μαλλιού ή όλο το μαλλί από το κούρεμα ενός προβάτου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)