πόκος
21руно — I руно I толпа, косяк, множество (рыб, овец) , вологодск. (Даль). Родственно лтш. raũnas laiks время течки (у кошек) , rũtе течка (у собак) , далее связано с рюень (см.); ср. Буга, РФВ 65, 321; 75, 141; М.–Э. 3, 487, 562. II руно II овечья… …
22Boy, die — Die Boy, oder Boj, plur. car. ein tuchartiges Gewebe, oder ein unvollkommenes Tuch, woran die Kette von gekämmter Wolle ist. In Deutschland hat man sie am häufigsten von schwarzer Farbe, daher sie auch gemeiniglich zur Trauer gebraucht wird, und… …
23Πόκιος — ὁ, Α ονομασία μήνα στη Λοκρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόκαι (βλ. λ. πόκος) + επίθημα ιος (πρβλ. Βάκχ ιος)] …
24έμποκος — ἔμποκος, ον (Α) [πόκος] (για πρόβατα) άκουρος, ακούρευτος, άκαρτος …
25αρνοπόκι — το μαλλί από αρνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρνί + πόκος «το κουρεμένο μαλλί του προβάτου»] …
26επίποκος — ἐπίποκος, ον (Α) (για αρνί) αυτός που είναι με τον πόκον* του, που έχει το μαλλί του, ο εριοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πόκος (< πέκω) «το ακατέργαστο μαλλί τού προβάτου»] …
27εύποκος — εὔποκος, ον (Α) μαλλιαρός, με πλούσιο μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πόκος «μαλλί»] …
28πέκω — και πείκω Α 1. κουρεύω ζώο 2. (μέσ. και παθ.) πέκομαι και πείκομαι κουρεύομαι 3. φρ. «χαίτην πέκομαι» χτενίζω την κόμη (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέκω (και πείκω με έκταση για μετρικούς λόγους) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pek t «μαδώ, τραβώ μαλλιά» και… …
29πεκτήρ — και ποκτήρ, ῆρος, ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ τὸ δέρμα τίλλων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω «κτενίζω, ξαίνω» + επίθημα τήρ (πρβλ. μυκ τήρ). Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται τ. pekitira = πέκτρια. Ο παράλληλος τ. ποκτήρ κατ επίδραση τού πόκος] …
30ποκάς — άδος, ἡ, Α οι τρίχες τού κεφαλιού, κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόκαι (βλ. λ. πόκος) + επίθημα άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] …