πόκος
11πόκους — πόκος wool masc acc pl …
12πόκων — πόκος wool masc gen pl …
13πόκως — πόκος wool masc acc pl (doric) …
14πόκῳ — πόκος wool masc dat sg …
15νεόποκος — νεόποκος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που κουρεύτηκε πρόσφατα, φρεσκοκουρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ποκος (< ποκή < πέκω «κουρεύω»), πρβλ. έμ ποκος, εύ ποκος] …
16πέκος — και αιολ. τ. πέκκος και πεῑκος, τὸ, Α 1. ο πόκος*, το ποκάρι, το σύνολο τού ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο πρόβατο 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «δέρμα, κώδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω / πείκω. Ο τ. πέκος είναι μτγν. από τον τ. πόκος και σχηματίστηκε… …
17ποκάρι — το / ποκάριον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το σύνολο τού ερίου από την κουρά προβάτου, ο πόκος 2. όγκος ερίου μσν. αρχ. μικρή ποσότητα ερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού τ. πόκαι (βλ. λ. πόκος), πρβλ. μυκην. poka = πόκη] …
18σύμποκος — ον, Α (για πρόβατο) αυτός που δεν έχει κουρευθεί, ακούρευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ποκος (< ποκή < πέκω «κουρεύω»), πρβλ. έμ ποκος, αμφίποκος] …
19χρυσόποκος — ον, ΜΑ χρυσόμαλλος («χρυσόποκος κριός», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πόκος «ακατέργαστο μαλλί προβάτου» (πρβλ. νεό ποκος)] …
20pek̂-2 — pek̂ 2 English meaning: to fleece; cattle Deutsche Übersetzung: “Wolle or Haare rupfen, zausen” Material: O.Ind. pásu , pasu n., gen. pasváḥ; pasu m. “Vieh”; Av. pasu m. “Vieh” (mostly still ‘small cattle”), in compound fsū̆ ,… …