πόδες σεσιμωμένοι

  • 1σιμώ — όω, ΝΜΑ [σιμός] 1. καθιστώ σιμή τη μύτη μου, ζαρώνω τη μύτη μου νεοελλ. συμπιέζω κάτι, το πλακουτσώνω μσν. αρχ. περιφρονώ, χλευάζω αρχ. 1. κυρτώνω προς τα επάνω κάτι («σιμοῡν τὸν αὐχένα», Αχιλλ. Τάτ.) 2. παθ. σιμοῡμαι, όομαι είμαι ή γίνομαι… …

    Dictionary of Greek