πωρ-όμφαλον
1σαρκόμφαλο — το / σαρκόμφαλον, ΝΑ όγκος που αναπτύσσεται στον ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ὀμφαλός (πρβλ. πωρ όμφαλον)] …
1σαρκόμφαλο — το / σαρκόμφαλον, ΝΑ όγκος που αναπτύσσεται στον ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ὀμφαλός (πρβλ. πωρ όμφαλον)] …