πυώδης
1πυώδης — like pus masc/fem acc pl (attic epic doric) πυώδης like pus masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πυώδης like pus masc/fem nom sg …
2πυώδης — ῶδες, ΝΜΑ [πύον] ό,τι έχει όψη ή σύσταση πύου ή ό,τι είναι ανάμικτο με πύον νεοελλ. φρ. α) «πυώδης φλεγμονή» φλεγμονή που παράγει πύον β) «πυώδης νεφρίτιδα» πυώδης φλεγμονή τών νεφρών γ) «πυώδης εστία» το σημείο από το οποίο παράγεται και στο… …
3πυώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που είναι γεμάτος ή μοιάζει με πύο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πυώδει — πυώδης like pus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πυώδης like pus masc/fem/neut dat sg πυώδεϊ , πυώδης like pus dat sg (epic) …
5πυώδη — πυώδης like pus neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πυώδης like pus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πυώδης like pus masc/fem acc sg (attic epic doric) …
6πυῶδες — πυώδης like pus masc/fem voc sg πυώδης like pus neut nom/voc/acc sg …
7πυώδεα — πυώδης like pus neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πυώδης like pus masc/fem acc sg (epic ionic) …
8πυώδεις — πυώδης like pus masc/fem acc pl πυώδης like pus masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
9θυλακίτιδα — Πυώδης φλεγμονή στο στόμιο του θυλάκου των τριχών, που οφείλεται είτε στα συνηθισμένα πυογόνα μικρόβια (σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι), είτε σε μύκητες (τριχόφυτο). Οι θ. στα γένεια και στο μουστάκι ονομάζονται συκώσεις· επίσης η ακμή αποτελεί… …
10πυωδέστεροι — πυώδης like pus masc nom/voc comp pl …