πυτιζω
1πυτίζω — spit frequently pres subj act 1st sg πυτίζω spit frequently pres ind act 1st sg …
2πυτίζω — Α φτύνω συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται μόνο από το Μέγα Ετυμολογικόν και έχει σχηματιστεί πιθ. με ανομοίωση < αμάρτυρο τ. *πτυτίζω < πτύω] …
3πυτίσῃ — πυτίζω spit frequently aor subj mid 2nd sg πυτίζω spit frequently aor subj act 3rd sg πυτίζω spit frequently fut ind mid 2nd sg …
4πύτιζε — πυτίζω spit frequently pres imperat act 2nd sg πυτίζω spit frequently imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
5πυτίζειν — πυτίζω spit frequently pres inf act (attic epic) …
6ἐπύτισεν — πυτίζω spit frequently aor ind act 3rd sg …
7αναπυτίζω — ἀναπυτίζω (Α) αναβλύζω, αναδίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυτίζω «φτύνω νερό». ΠΑΡ. αναπυτισμός] …
8αποπυτίζω — ἀποπυτίζω (Α) [πυτίζω] αποπτύω, φτύνω …
9καταπυτίζω — (Α) εξακοντίζω υγρό προς τα κάτω από δοχείο ή από σκεύος με στενό άνοιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυτίζω* «φτύνω συχνά»] …
10πύτισμα — ίσματος, τὸ, Α [πυτίζω] πτύσμα, φτύσμα …
- 1
- 2