πυρ-ωπός

  • 1πυρωπός — ή, ό / πυρωπός, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, όμοιος με φωτιά 2. αυτός που έχει φλογερό βλέμμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρωπό (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου και τού αργιλίου που ανήκει στην ομάδα τών γρανατών και τού… …

    Dictionary of Greek

  • 2πυρώπης — πύρωπες, θηλ. και πυρῶπις, ώπιδος, Α πυρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ «φωτιά» + ώπης (< ὤψ, ὠπὸς «μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. βλοσυρ ώπης, γλαυκ ώπης] …

    Dictionary of Greek