πυρώδης
41πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …
42πυρίχρως — ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ, και πυρόχρως, πύρωχρων, Μ αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, πυρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. μολυβδό χρως] …
43πυροειδής — ές, ΝΜΑ όμοιος με φωτιά, πυρώδης μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ Πυροειδής ο πλανήτης Αρης αρχ. μτφ. (για λόγο) καυστικός, δηκτικός. επίρρ... πυροειδῶς ΜΑ με πυροειδή τρόπο, όμοια με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ* + ειδής*] …
44πυρωδώς — Α επίρρ. βλ. πυρώδης (Ι) …
45πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… …
46υπέρπυρος — ον, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. βλ. υπέρπυρο αρχ. 1. ο υπέρμετρα πυρώδης, διάπυρος 2. τοποθετημένος στην φωτιά («ἀπαρχαὶ ὑπέρπυροι», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πυρος (< πῦρ, πυρός «φωτιά»), πρβλ. διά πυρος] …
47φλογοειδής — ές, ΝΑ 1. αυτός που έχει την όψη φλόγας, πυρώδης 2. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, φλόγινος αρχ. 1. (ως ιατρ. όρος) αυτός που έχει φλόγωση («φλογοειδέα ἐρυθήματα», Ιπποκρ.) 2. μτφ. δριμύτατος («κατὰ ἀλκὴν σώματος καὶ θυμοῡ τραχύτητα… …
48φλόγινος — η, ο / φλόγινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α αυτός που έχει το χρώμα ή την όψη τής φλόγας, πυρώδης νεοελλ. αυτός που αποτελείται από φλόγες, πύρινος («φλόγινες γλώσσες έβγαιναν από το καιόμενο σπίτι») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλόγινον το χρώμα τής …
49ՀՐԱՏԵՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0139 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 11c, 12c, 14c ա. πυροειδής, πυρώδης igneae formae, igneus, ignitus. որ եւ ՀՐԱՏԵՍԻԼ. Ունօղ զտեսիլ եւ զհանգամանս հրոյ. հարգոյն. հրախառն. կրակի նման. *Որպէս երկաթ ոմն հոգիքն քաղցելոց… …
50ՀՐԱՒՈՐԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0140 Chronological Sequence: 8c ա. Առաւել հրաւոր. հրագոյն. հրատեսակ. յն. πυρώδης. *Առ հրաւորագոյնն ազգակցութիւն ունելով. Նիւս. կազմ …