πυρώδης
31πυρωδεστέρα — πυρωδεστέρᾱ , πυρώδης cereal fem nom/voc/acc comp dual πυρωδεστέρᾱ , πυρώδης cereal fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
32πυρωδεστέρας — πυρωδεστέρᾱς , πυρώδης cereal fem acc comp pl πυρωδεστέρᾱς , πυρώδης cereal fem gen comp sg (attic doric aeolic) …
33Orichalque — L’orichalque (en grec ancien ὀρείχαλκος / oreíkhalkos, littéralement « cuivre des montagnes », de ὄρος / óros, « montagne » et χαλκός / khalkós, « cuivre ») est un métal ou alliage métallique mystérieux. Sommaire …
34Oriharukon — Orichalque L’orichalque (en grec ancien ὀρείχαλκος / oreíkhalkos, littéralement « cuivre des montagnes », de ὄρος / óros, « montagne » et χαλκός / khalkós, « cuivre ») est un métal ou alliage métallique mystérieux.… …
35огнеобразьныи — (6) пр. Огнеподобный: ˫Ако первы˫а свѣтлости. пресвѣтьло престо˫аще. свѣтила ѡгнеѡбразьна˫а. въ мрацѣ съблажнени˫а ѡбьха||жаѥма. мл҃твами вашими ѡзарите. СбЯр XIII2, 163–163 об.; се бо вижю столпъ досѧзающь нб҃съ. и ѡгньѡбразны мѹжа гл҃ща ми.… …
36-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …
37αίθοψ — αἶθοψ ( οπος), ο, η (Α) 1. ο όμοιος με φωτιά, πυρώδης, πύρινος 2. (για μέταλλα) αστραφτερός, λαμπερός 3. (για κρασί) σπινθηροβόλος ή αφρώδης 4. (για καπνό) ο ανάμικτος με φλόγες 5. σκοτεινός, σκούρος 6. ορμητικός, βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω ή… …
38αίθω — αἴθω (Α) 1. ανάβω, καίω (χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 2. (αμτβ.) φλέγομαι, λάμπω 3. παθ. φλέγομαι, καίγομαι (στον Όμηρο μόνο στη μετοχή: «πυρὸς μένος αἰθομένοιο») 4. Στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα από την ύπαρξη κυρίου ονόματος… …
39αιθός — αἰθός, ή, όν (Α) [αἴθω] 1. ο γεμάτος κάπνα, καμένος, μαύρος 2. στο χρώμα τής φωτιάς, πυρώδης, καφεκόκκινος …
40ζαφλεγής — ζαφλεγής, ές (Α) (επικ. επίθ.) 1. (για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή τους) γεμάτος φλόγα, σφριγηλός, ζωηρός («ἄλλοτε μἐν ζαφλεγέες τελέθουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (για Ίππους) γεμάτος ορμή και ζωντάνια, ορμητικός, πυρώδης 3. αυτός που λάμπει πολύ, ο… …