πυρόεις
1πυρόεις — fiery masc nom sg …
2πυρόεις — εσσα, εν, Α 1. γεμάτος φωτιά, φλογώδης («πυρόεις ἀστήρ», Απολλ. Ρόδ.) 2. προσωνυμία θεοτήτων και, ιδίως, τού Άρεως, τού Διονύσου, τού Διός και τού Ηφαίστου 3. μτφ. α) φλογερός, ορμητικός (α. «πυρόεις κάπρος», Οππ. β. «πυρόεντα ὄμματα», Ανθ. Παλ.) …
3πυρόεν — πυρόεις fiery masc voc sg πυρόεις fiery neut nom/voc sg …
4πυρόεντα — πυρόεις fiery neut nom/voc/acc pl πυρόεις fiery masc acc sg …
5πυροέντων — πυρόεις fiery masc/neut gen pl …
6πυροέσσῃ — πυρόεις fiery fem dat sg (attic epic ionic) …
7πυρόεντας — πυρόεις fiery masc acc pl …
8πυρόεντες — πυρόεις fiery masc nom/voc pl …
9πυρόεντι — πυρόεις fiery masc/neut dat sg …
10πυρόεντος — πυρόεις fiery masc/neut gen sg …
Страницы
- 1
- 2