πυρκαίη
1πυρκαιῇ — πυρκαϊῇ , πυρκαιά funeral pyre fem dat sg (epic ionic) πυρκαιός for burnt offerings fem dat sg (epic ionic) …
2πυρκαιή — πυρκαϊή , πυρκαιά funeral pyre fem nom/voc sg (epic ionic) πυρκαιός for burnt offerings fem nom/voc sg (epic ionic) …
3πυρκαϊά — η, ΝΜΑ, και πυρκαγιά Ν, και πυρκαιά και ιων. τ. πυρκαϊή και πυρκαά Α φωτιά που κατακαίει μεγάλη έκταση, που εκτείνεται σε μεγάλο χώρο («πυρκαγιά τού δάσους») αρχ. 1. ο τόπος τής νεκρικής πυράς 2. εμπρησμός, πυρπόληση 3. υπολείμματα φωτιάς 4. μτφ …