πυρι-

  • 91ιπνώ — ἰπνῶ, όω (Α) [ιπνός] 1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον φούρνο («ἐς ἀνθρακιὰν στέψαν πυρὶ ἰπνοῡν τε σώματα», Πίνδ.) 2. παθ. μτφ. ἰπνοῡμαι, όομαι πιέζομαι, καταπλακώνομαι («ἰπνούμενος ρίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» [διάφ. γρφ. ἰπούμενος] πιεζόμενος κάτω από τα… …

    Dictionary of Greek

  • 92κέλως — (Α) καυστικός («κέλωϊ πυρὶ τῷ καυστικῷ», Ησύχ.) …

    Dictionary of Greek

  • 93καλλίφλοξ — καλλίφλοξ, ογος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που αναδίδει ωραία φλόγα («θεοῑσιν... καλλίφλογα πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φλόξ, φλογός] …

    Dictionary of Greek

  • 94καρποβριθής — καρποβριθής, ές (Μ) φορτωμένος καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βριθής (< βρίθω), «γεμίζω» πρβλ. πυρι βριθής στερνο βριθής] …

    Dictionary of Greek

  • 95καρποσπόρος — καρποσπόρος, ον (Α) αυτός που σπείρει καρποφόρα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. πυρι σπόρος, τεκνο σπόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 96κατεμπίμπρημι — (AM) (επιτ. τ. τού εμπίμπρημι*) καταστρέφω κάτι με τη φωτιά, κατακαίω («σάρκα τήνδε τὴν έμήν κατεμπρήσας πυρί», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐμ πίμπρημι «κατακαίω»] …

    Dictionary of Greek

  • 97κελαινόβρωτος — κελαινόβρωτος, ον (Α) αυτός που είναι μαύρος και γεμάτος αίματα όταν τόν τρώει κάποιος («κελαινόβρωτον δ ἧπαρ ἐκθοινάσεται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + βρωτός (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. θηρό βρωτος, πυρί βρωτος] …

    Dictionary of Greek

  • 98κεντροβριθής — κεντροβριθής, ές (Μ) αυτός που πιέζεται από κάποιο βάρος προς το κέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + βριθής (< βρῖθος), πρβλ. πυρι βριθής, σαυρο βριθής] …

    Dictionary of Greek

  • 99κεραυνοκλόνος — κεραυνοκλόνος, ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το τράνταγμα που προξενεί ο κεραυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + κλόνος (< κλόνος «ταραχή, κλονισμός») πρβλ. πυρι κλόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 100κηκιδογόνος — ο, θηλ. και α (για έντομα) αυτός που προκαλεί κηκίδες στα δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηκίς, ῖδος + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυο γόνος, πυρι γόνος] …

    Dictionary of Greek