πυρι-σφάραγος
1πυρισφάραγος — ον, Α πυρισμάραγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «τρίζω, θορυβώ»), πρβλ. ανεμο σφάραγος] …
1πυρισφάραγος — ον, Α πυρισμάραγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «τρίζω, θορυβώ»), πρβλ. ανεμο σφάραγος] …