πυρι-πόλος

  • 1κινησίπολος — κινησίπολος, ον (Α) αυτός που κινεί τον ουράνιο θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι (< κινῶ) + πόλος (< πόλος «ουράνιος θόλος»), πρβλ. πυρί πολος, υψί πολος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …

    Dictionary of Greek

  • 2μακρόπολος — μακρόπολος, ον (Α) αυτός που φθάνει μακριά, μακρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πόλος (< πέλομαι), πρβλ. κινησί πολος, πυρί πολος] …

    Dictionary of Greek