πυριφλεγής
1πυριφλεγής — flaming with fire masc/fem nom sg …
2πυριφλεγής — ές, ΝΜΑ αυτός που φλέγεται σαν τη φωτιά, αυτός που αναδίδει πύρινες φλόγες νεοελλ. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός που ενεργεί με ζέση β) (για τον έρωτα) σφοδρός, δυνατός, φλογερός αρχ. αυτός που παρουσιάζει μεγάλη φλόγωση («πυριφλεγεῑς ὑστέραι»,… …
3πυριφλεγῆ — πυριφλεγής flaming with fire neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πυριφλεγής flaming with fire masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πυριφλεγής flaming with fire masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4πυριφλεγεστάτων — πυριφλεγής flaming with fire fem gen superl pl πυριφλεγής flaming with fire masc/neut gen superl pl …
5πυριφλεγεῖς — πυριφλεγής flaming with fire masc/fem acc pl πυριφλεγής flaming with fire masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
6πυριφλεγές — πυριφλεγής flaming with fire masc/fem voc sg πυριφλεγής flaming with fire neut nom/voc/acc sg …
7πυριφλεγέες — πυριφλεγής flaming with fire masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …
8πυριφλεγέων — πυριφλεγής flaming with fire masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …
9πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …
10πυριφλέγων — οντος, ὁ, Α αυτός που αναδίδει πύρινες φλόγες, πυριφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλέγων, μτχ. τού τ. φλέγω] …
- 1
- 2