πυριφλεγής
11πυριφλεγέθης — ες, Α αυτός που παρουσιάζει φλόγωση, πυριφλεγής («πυριφλεγέθης κοιλίη», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλεγέθης (< φλεγέθω, ποιητ. τ. τού φλέγω)] …
12πυριφλέγων — masc nom sg πυριφλεγής flaming with fire masc nom sg …
Страницы
- 1
- 2