πυρετός

  • 91γαστρεντερίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου του στομαχιού και του λεπτού εντέρου που μπορεί να προκληθεί από τροφική δηλητηρίαση, βακτηριακή λοίμωξη, μεταλλικά άλατα, καθώς και από καταχρήσεις οινοπνευματωδών ποτών και φαγητών με πολλά καρυκεύματα ή ως συνέπεια… …

    Dictionary of Greek

  • 92δάγγειος — Βαριά νόσος ενδημικής μορφής που οφείλεται σε διηθητό ιό, ο οποίος προσβάλλει κυρίως τα ζώα και μεταδίδεται στον άνθρωπο με ένα κουνούπι που ονομάζεται επιστημονικά στεγόμυια η ταινιωτή.Τα συμπτώματα του δ. είναι υψηλός πυρετός, έντονος πόνος στο …

    Dictionary of Greek

  • 93δέκατος — η, ο (AM δέκατος, η, ον) Ι. αυτός που έχει τον αριθμό δέκα στην αρίθμηση κατά σειρά II. το θηλ. ως ουσ. η δέκατη και η δεκάτη (AM δεκάτη) 1. η δέκατη μέρα τού μήνα 2. το ένα δέκατο ποσότητας προϊόντων ή άλλων αγαθών 3. προσφορά τού ενός δεκάτου… …

    Dictionary of Greek

  • 94διφθερίτιδα — Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο μικρόβιο της δ. ή του Löffler. Μεταδίδεται μέσω της αναπνευστικής, γαστρεντερικής οδού ή λύσης της συνέχειας του δέρματος, από πάσχοντες ή από υγιείς φορείς του μικροβίου και σπανιότερα από μολυσμένα… …

    Dictionary of Greek

  • 95εκτικός — ή, ό (Α ἑκτικός, ή, όν) Ι. μσν. νεοελλ. ιατρ. «εκτικός πυρετός» αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας, καχεξία και απίσχνανση αρχ. 1. συνήθης, συνεχής, καθ έξιν 2. ικανός, επιτήδειος για κάτι 3. καχεκτικός, απισχναντικός… …

    Dictionary of Greek

  • 96ελειογενής — ές (Α ἑλειογενής, ές) νεοελλ. αυτός που προέρχεται από το έλος («ελειογενής πυρετός» η ελονοσία) αρχ. αυτός που γεννιέται, αναπτύσσεται στα έλη («ἑλειογενής ὄρυζα») …

    Dictionary of Greek

  • 97ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… …

    Dictionary of Greek

  • 98ελώδης — ες (AM ἑλώδης, ες) 1. ο γεμάτος έλη 2. αυτός που προκαλείται από το έλος («ελώδης πυρετός») νεοελλ. 1. ελόβιος* 2. το θηλ. ως ουσ. η ελώδης γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κυφοειδών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑλῶδες έλος, βαλτότοπος …

    Dictionary of Greek

  • 99εξανθηματικός — ή, ο [εξάνθημα] 1. αυτός που αναφέρεται στο εξάνθημα 2. αυτός που εκδηλώνεται ή εμφανίζεται με εξανθήματα («εξανθηματικός πυρετός, τύφος» κ.λπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 100επίθετο — Μεταβλητό μέρος του λόγου που προσδίδει ιδιότητα ή ποιότητα στο ουσιαστικό. Στα αρχαία ελληνικά και στην καθαρεύουσα, τα ε. είναι τριγενή ή διγενή και ως προς τις καταλήξεις, τρικατάληκτα, δικατάληκτα ή μονοκατάληκτα· στη δημοτική, τα ε. είναι… …

    Dictionary of Greek