πυρετός
51τριτσάνα — η, Ν ο τριταίος πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terzana «τριταίος πυρετός», κατ επίδραση τού τρία] …
52τυφοειδής — ές, Ν 1. τυφώδης 2. φρ. α) «τυφοειδής πυρετός» (i) ιατρ. λοιμώδης νόσος προκαλούμενη από το μικρόβιο Salmonella typhi, αλλ. κοιλιακός τύφος ii) (κτην.) οξεία μεταδοτική νόσος τών ιπποειδών β) «τυφοειδείς λοιμώξεις» (κτην.) παλαιότερη γενική… …
53φονώδης — ῶδες, ΜΑ [φόνος] επιρρεπής στη διάπραξη φόνων, αιμοχαρής αρχ. 1. όμοιος με αίμα προερχόμενο από φόνο («ὀσμὴ δεινὴ καὶ φονώδης», Θεόφρ.) 2. φρ. «πυρετὸς ὁ φονώδης» θανατηφόρος πυρετός (Ιττποκρ.) …
54χύτης — ο, ΝΜΑ τεχνικός που διενεργεί χύτευση νεοελλ. φρ. «πυρετός χυτών μετάλλου» ιατρ. υψηλός πυρετός μέχρι 40° που εμφανίζεται σε εργαζομένους, μετά από τη χύτευση βαρέων μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* +… …
55Έιτζ — (AIDS, αγγλ. αρκτικόλεξο των λέξεων Acquired Immune Deficiency Syndrome). Η διεθνής ονομασία που επικράτησε για το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, λοιμώδη νόσο που προκαλείται από τον ιό HIV (HIV 1HIV 2), ο οποίος προσβάλλει τα… …
56ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… …
57List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …
58Kostis Gimossoulis — Infobox Writer name = Kostis Gimossoulis Κωστής Γκιμοσούλης imagesize = caption = birthdate = 1960 birthplace= nationality= Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet, novelist genre = period =1983 ndash; influences =… …
59Afebril — Das Fieber (aus mittelhochdeutsch vieber, dies von althochdeutsch fiebar, nachweisbar seit dem 9. Jahrhundert und entlehnt aus lateinisch febris, eigentlich „Hitze“[1]; auch die Pyrexie von altgriechisch πύρεξ(ις), pýrex(is), „Fieber haben“, von… …
60Febril — Das Fieber (aus mittelhochdeutsch vieber, dies von althochdeutsch fiebar, nachweisbar seit dem 9. Jahrhundert und entlehnt aus lateinisch febris, eigentlich „Hitze“[1]; auch die Pyrexie von altgriechisch πύρεξ(ις), pýrex(is), „Fieber haben“, von… …