πυρετός

  • 41λεπτοπυρέτιον — λεπτοπυρέτιον, τὸ (Μ) ελαφρός, χαμηλός πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + πυρέτιον (< πυρετός)] …

    Dictionary of Greek

  • 42ντάγκα — η ο δάγγειος πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dengue (fever) «δάγγειος πυρετός» < ισπ. dengue «νάζι», λ. πιθ. αφρικανικής προέλευσης] …

    Dictionary of Greek

  • 43παράκτιος — α, ο / παράκτιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στην ακτή νεοελλ. φρ. α) «παράκτιοι οργανισμοί» βιολ. οργανισμοί που ζουν στις παράκτιες περιοχές και υφίστανται την επίδραση τής παλίρροιας β) «παράκτιος πυρετός» (κτηνιατρ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 44πυρέτιο — το / πυρέτιον ΝΑ [πυρετός] (με υποκορ. σημ.) μικρός ή λίγος πυρετός …

    Dictionary of Greek

  • 45πυρεσσός — ὁ, Α ο πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πυρετός κατ επίδραση τού ρ. πυρέσσω] …

    Dictionary of Greek

  • 46ριγοπύρετος — ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α πυρετός που συνοδεύεται από έντονο ρίγος, πυρετικός παροξυσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + πυρετός] …

    Dictionary of Greek

  • 47τεταρταϊκός — ή, όν, ΜΑ [τεταρταῑος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τεταρταίο πυρετό («τεταρταϊκαὶ... περίοδοι», Αλέξ. Τραλλ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ τεταρταϊκός α) (ενν. πυρετός) ο τεταρταίος πυρετός β) άτομο που έχει προσβληθεί από τον παραπάνω πυρετό …

    Dictionary of Greek

  • 48τετράδιος — ον, Α [τετράς, άδος] φρ. «τετράδιος πυρετός» ο τεταρταίος πυρετός …

    Dictionary of Greek

  • 49τραυματικός — ή, ό / τραυματικός, ή, όν, ΝΜΑ [τραῦμα, τραύματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τραύμα νεοελλ. 1. αυτός που προέρχεται ή οφείλεται σε τραύμα («τραυματικός πυρετός» πυρετός οφειλόμενος στην απορρόφηση προϊόντων αποδομής από μια τραυματική… …

    Dictionary of Greek

  • 50τριταίος — α, ο / τριταῑος, αία ον, ΝΜΑ, θηλ. και αίη, Α φρ. «τριταίος πυρετός» ή απλώς «ο τριταίος» πυρετός που επανέρχεται κάθε τρίτη μέρα, με μεσοδιάστημα απυρεξίας 24 ωρών, χαρακτηριστικός για την ελονοσία αρχ. 1. αυτός που γίνεται, διεξάγεται ή… …

    Dictionary of Greek