πυρετός

  • 111θερμοπληξία — Παθολογική κατάσταση που εμφανίζεται όταν, εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος ή της μεγάλης παραγωγής ενδογενούς θερμότητας (έντονη σωματική εργασία), η φυσική θερμορρύθμιση γίνεται ανεπαρκής εξαιτίας ακατάλληλων ενδυμάτων,… …

    Dictionary of Greek

  • 112θερμωλή — θερμωλή, ἡ (ΑΜ) υπερβολική θερμότητα μσν. (για ασθενείς) πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + επίθημα ωλή (< ΙΕ* lο βλ. ηλός), πρβλ. ευχ ωλή, τερπ ωλή] …

    Dictionary of Greek

  • 113κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… …

    Dictionary of Greek

  • 114κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… …

    Dictionary of Greek

  • 115καήλα — και καΐλα, η 1. το συναίσθημα από την καύση, καύμα, κάψιμο 2. υπερβολική ατμοσφαιρική θερμότητα, καύσωνας 3. φλόγωση, θέρμη, πυρετός 4. ισχυρό λυπηρό συναίσθημα, στενοχώρια 5. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκάη (αόρ. τού καίομαι) +… …

    Dictionary of Greek

  • 116καλμάρω — 1. κάνω κάποιον να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεμία, καθησυχάζω, κατευνάζω («προσπάθησα να τόν καλμάρω αλλά με τόσα νεύρα που είχε ήταν αδύνατο») 2. ξαναβρίσκω την ψυχική μου ηρεμία, ησυχάζω («θα καλμάρει μόνος του σιγά σιγά») 3. (για καιρική… …

    Dictionary of Greek

  • 117καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …

    Dictionary of Greek

  • 118καρτάνα — η τεταρταίος πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quartana] …

    Dictionary of Greek

  • 119καυματισμός — καυματισμός, ὁ (Μ) [καυματίζω] πυρετός …

    Dictionary of Greek

  • 120καυμός — καυμός, ὁ (Α) [καίω] (πιθ. ανάγν.) πυρετός …

    Dictionary of Greek