πυρετός

  • 101επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… …

    Dictionary of Greek

  • 102επιδιδυμίτιδα — Φλεγμονή της επιδιδυμίδας που οφείλεται σε γενικές (σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι κ.ά.) ή ειδικές λοιμώξεις (φυματίωση, σύφιλη, βλεννόρροια, βρουκέλωση). Στις περιπτώσεις της οξείας ε. τα χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι πόνοι στο όσχεο, που συχνά… …

    Dictionary of Greek

  • 103ζέστη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου. * * * και ζέστα, η (Μ ζέστη) θερμότητα, υψηλή θερμοκρασία νεοελλ. 1. θαλπωρή 2. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 104ημερινός — ἡμερινός, ή, ὸν (Α) [ημέρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημέρα ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ἡμερινὸς πυρετός», Ιπποκρ.). Επιρρ. ἡμερινῶς (AM) κατά τη διάρκεια τής ημέρας …

    Dictionary of Greek

  • 105ηπεδανός — ἠπεδανός, ή, όν και ἠπεδανής, ές (Α) 1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» θα χάσεις τη φήμη σου) 3. εκείνος… …

    Dictionary of Greek

  • 106ηρεμαίος — ἠρεμαῑος, αία, ον (AM) αυτός που δεν προκαλεί αναταραχή, που αντιμετωπίζεται με ηρεμία και αταραξία («ἠρεμαῑαι λῡπαι, ἡδοναί», Πλάτ.) αρχ. 1. φρ. «πῡρ ἠρεμαῑον» χαμηλός πυρετός (Ιπποκρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠρεμαῑα ήρεμα. επίρρ...… …

    Dictionary of Greek

  • 107θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… …

    Dictionary of Greek

  • 108θέρμη — I Αρχαία μακεδονική πόλη του Θερμαϊκού κόλπου, στα ερείπια της οποίας, κατά τον Στράβωνα, χτίστηκε η Θεσσαλονίκη το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος όμως διαχωρίζει τη Θ. από τη Θεσσαλονίκη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ήταν η… …

    Dictionary of Greek

  • 109θερμασία — και θερμασιά, η (ΑΜ θερμασία) θερμότητα, θέρμη («τὸ γὰρ κινεῑσθαι... παρεῑχε θερμασίαν τινά», Ξεν.) νεοελλ. ελώδης πυρετός, ελονοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαίνω + θηλ. κατάλ. σια (πρβλ. σημα σία < σημαίνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 110θερμολοίμη — η λοιμώδης πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμη + λοίμη «λοιμός»] …

    Dictionary of Greek