πυργ-ίτης

  • 1Περαΐτης — ὁ, Α γηγενής κάτοικος τής Περαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Περαία + επίθημα ίτης (πρβλ. πυργ ίτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 2νησίτης — νησίτης, ό, θηλ. νησῑτις και δωρ. τ. νασῑτις (Α) αυτός που ανήκει ή κατοικεί σε νησί ή προέρχεται από νησί, νησιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. ίτης / ῖτις (πρβλ. πολ ίτης, πυργ ίτις)] …

    Dictionary of Greek