πυρίσπορος
1πυρίσπορος — και πυρόσπορος, ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε από τη φωτιά ή μέσα στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πύρο (βλ. λ. πυρ) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. σιτόσπορος) …
2πυρισπόρος — ον, Α πυρίσπαρτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. φυτοσπόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημασία] …
3πυρισπόρον — πυρισπόρος gendered in fire masc/fem acc sg πυρισπόρος gendered in fire neut nom/voc/acc sg …
4πυρισπόρε — πυρισπόρος gendered in fire masc/fem voc sg …
5πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …
6πυρόσπορος — ον, Α βλ. πυρίσπορος …