πυρίγονος
1πυρίγονος — ον, Α αυτός που γεννήθηκε ή παράχθηκε από τη φωτιά ή μέσα στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσί γονος, ορεσσί γονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία] …
2πυριγόνος — και πυρογόνος, ον, Α αυτός που γεννά, που παράγει φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δακρυο γόνος, παιδο γόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία] …
3πυριγόνον — πυριγόνος producing fire masc/fem acc sg πυριγόνος producing fire neut nom/voc/acc sg …
4πυριγόνου — πυριγόνος producing fire masc/fem/neut gen sg …
5πυριγόνους — πυριγόνος producing fire masc/fem acc pl …
6πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …
7πυρογόνος — ον, Α βλ. πυριγόνος …
8Ιατρίδη, Ιουλία — (Αθήνα 1919 – 1996). Μουσικός και λογοτέχνης. Σπούδασε ισπανική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Βαρκελόνης και βιολί στο Ωδείο Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως καθηγήτρια βιολιού και ως καθηγήτρια της ισπανικής γλώσσας στο διδασκαλείο ξένων γλωσσών του… …