1πυρέττειν — πυρέσσω to be feverish pres inf act (attic epic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2μαιριώ — μαιριῶ, άω (Α) [Μαίρα] (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) α) «μαιριῆν τὸ κακῶς ἔχειν» β) «μαιριῆν ὀχλεῑσθαι, πυρέττειν» …
Dictionary of Greek