πυλ-ᾶτις

  • 1πλαταιάτις — ιδος, ἡ, Α η γη, η χώρα τών Πλαταιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πλαταιαί + επίθημα ᾶτις (πρβλ. Καρυ άτις, Πυλ άτις)] …

    Dictionary of Greek