πυλών
1πυλών — gateway masc nom/voc sg …
2Πύλων — Πύλος masc/fem gen pl Πύλων masc nom/voc sg …
3Πυλῶν — Πύλαι fem gen pl Πύλης masc gen pl (doric) …
4πυλῶν — πύλη one wing of a pair of double gates fem gen pl πυλόω furnish with gates pres part act masc voc sg (doric aeolic) πυλόω furnish with gates pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πυλόω furnish with gates pres part act masc nom sg… …
5πύλων — πύλος masc gen pl πυλόω furnish with gates imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πυλόω furnish with gates imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
6πυλών (-ώνας) — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα η εξωτερική είσοδος, η κύρια πύλη ανακτόρων ή ναών. Πολλές φορές, ο π. ήταν χωρισμένος από την κύρια οικοδομή και σχημάτιζε ένα είδος προπυλαίων ή εξωτερικής πύλης. Π., στον πληθυντικό, ονομάζονταν οι δυο… …
7πυλῶνα — πυλών gateway masc acc sg …
8πυλῶνας — πυλών gateway masc acc pl …
9πυλῶνες — πυλών gateway masc nom/voc pl …
10πυλῶνι — πυλών gateway masc dat sg …