πυλαωρός
1πυλαωρός — gate keeper masc nom sg …
2πυλαωρός — και πυλαουρός και πυλαορός, ὁ, Α βλ. πυλωρός …
3πυλαωρούς — πυλαωρός gate keeper masc acc pl …
4πυλαωρέ — πυλαωρός gate keeper masc voc sg …
5πυλαωρῶν — πυλαωρός gate keeper masc gen pl …
6πυλαωρῷ — πυλαωρός gate keeper masc dat sg …
7πυλαωρόν — πυλαωρός gate keeper masc acc sg …
8πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… …