πυκτ-εύω

  • 1καταπυκτεύω — (Α, Μ καταπυκτεύομαι) καταβάλλω σε πυγμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυκτ εύω «πυγμαχώ» (< πύκ της «πυγμάχος»)] …

    Dictionary of Greek