πυκνὸν καὶ ς
1πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …
2πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …
3σφυρήλατος — (I) η, ο / σφυρήλατος, ον, ΝΜΑ (για μέταλλα) αυτός που έχει σφυρηλατηθεί, που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρηλασία αρχ. 1. μτφ. α) αυτός που είναι τόσο σκληρός ή τόσο στερεός σαν να έχει συγκροτηθεί από σίδηρο (α. «φιλίαν... σφυρήλατον», Πλούτ.… …
4ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… …
5HORAE — I. HORAE Calabriae urbs. Curopalates. II. HORAE Iovisac Themidis filiae. Hesiod. in Theogonia, Δεὐτερον ἠγάγετο λιπαρην` Θέμιν, ἣ τέκεν Ω῞ρας, Ε᾿υνομίην τε, Δίκην τε, καὶ Ε᾿ιρήνην τεθαλυῖαν, Α῞ιτ᾿ ἔργ᾿ ὡρεύουςι καταθνητοῖςι βροτοῖςι. Orpheus non… …
6b(e)u-2, bh(e)ū̆- — b(e)u 2, bh(e)ū̆ English meaning: to swell, puff Deutsche Übersetzung: “aufblasen, schwellen” Note: Explosive sound of the inflated cheek, like pu , phu see d .; running beside primeval creation crosses the sound lawful… …
7βυζί — το (Μ βυζίον και βυζίν) ο μαστός των ανθρώπων και των Θηλαστικών (γενικότερα) νεοελλ. 1. ο θηλασμός 2. το μητρικό γάλα 3. οτιδήποτε μοιάζει με μαστό ή θηλή (όπως π. χ. οι θηλές του χταποδιού) 4. πηγή από την οποία προέρχονται οφέλη, κυρίως… …
8έναιμος — η, ο(ν) (AM ἔναιμος, ον) αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος αίμα («ἔναιμον καὶ πυκνὸν οἷον ἧπαρ», Ιππ.) αρχ. 1. (για τραύμα) ματωμένος, που τρέχει αίμα 2. αυτός που μοιάζει στο χρώμα με αίμα, αιματώδης 3. νέος, πρόσφατος («χλωρὰ καὶ ἔναιμα… …
9σφηλός — ή, όν, Α 1. αυτός που κινείται εύκολα, ευκίνητος 2. (κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) σφηλόν α) «λοξόν, πυκνόν, εὐκίνητον» β) «τὸ ἰσχυρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τής λ. δεν επιτρέπει τη σύνδεσή της με το ρ. σφάλλω (βλ. και λ. ἐρίσφηλος)] …