πυκινός

  • 31αργινόεις — ἀργινόεις ( εντός), εσσα, εν (Α) ο αστραφτερός, ο λευκός, αυτός που ασπρίζει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργινόεις, από τον οποίο προήλθε το όνομα των νησιών Αργινούσ (σ)αι, αποτελεί πιθ. μετρική παρέκταση ενός υποθετικού τ. *αργινός < αργι *… …

    Dictionary of Greek

  • 32θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… …

    Dictionary of Greek

  • 33θαμινός — και θαμεινός, ή, όν (Α) 1. συχνός, πυκνός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θαμινά συχνά. επίρρ... θαμινώς (Α) θαμά, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πυκινός)] …

    Dictionary of Greek

  • 34παιδνός — παιδνός, ή, όν (ΑΜ, Α θηλ. και ός) 1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, παιδικός, παιδαριώδης («τὸ κατ ἀγροικίαν παιδνόν τε καὶ ἀφελές», Ευστ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παιδνός παιδί, έφηβος 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδνή κορίτσι, παιδίσκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς …

    Dictionary of Greek

  • 35πυκινοκίνητος — ον, Α αυτός που κινείται συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκινός, ποιητ. τ. τού πυκνός + κινητός (< κινῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 36πυκινόφρων — όνος, ὁ, ἡ, Α συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκινός, ποιητ. τ. τού πυκνός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] …

    Dictionary of Greek

  • 37πυκνόθριξ — και πυκινόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ Α αυτός που έχει πυκνό, δασύ τρίχωμα, δασύτριχος, πυκνότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός / πυκινός + θρίξ, τριχός (πρβλ. ἀγλαό θριξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 38πυκνόρριζος — και πυκινόρριζος, ον, Α αυτός που έχει άφθονες ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός/ πυκινός + ρριζος (< ῥίζα)] …

    Dictionary of Greek

  • 39στυφελίζω — Α 1. χτυπώ κάτι με δύναμη και τό τραντάζω 2. κακομεταχειρίζομαι κάποιον είτε με λόγια είτε με έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. στυφελίζω και τα επίθ. στυφελός, στύφλος ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας …

    Dictionary of Greek

  • 40ώκινον — τὸ, Α είδος ζωοτροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. έχει παραδοθεί σωστά και δεδομένου ότι πρόκειται για ποικιλία τριφυλλιού το οποίο ανθίζει πρώιμα («ὠκύθοος πόα τις ἡτρίφυλλος καλουμένη» Ησύχ.) και διευκολύνει τη χώνευση τών ζώων, ο τ. ὤκινον θα μπορούσε… …

    Dictionary of Greek