πυθαΐς

  • 1πυθαΐς — ΐδος, ἡ, Α ιερή πομπή που αποστελλόταν από τους Αθηναίους στους Δελφούς και η θυσία που τελούσαν εκεί προς τιμήν τού Πυθίου Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθα εύς + επίθημα ίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek

  • 2πυθαΐζω — Α [πυθαΐς] ζητώ χρησμό από τον Πύθιο Απόλλωνα τών Δελφών …

    Dictionary of Greek

  • 3πυθαϊστής — και πυθιαστής, ὁ, Α 1. μέλος τής πυθαΐδος 2. στον πληθ. oἱ πυθαϊσταί ή πυθιασταί ιερείς τού βωμού τού Αστραπαίου Διός στην Αθήνα οι οποίοι, όταν έβλεπαν αστραπή προς την κατεύθυνση τής κώμης τής Αττικής Άρμα Διός, ειδοποιούσαν τους Αθηναίους, οι… …

    Dictionary of Greek