πυγ-
1πυξ — πύξ ΝΑ επίρρ. φρ. «πυξ (και) λαξ» με γροθιές και κλοτσιές αρχ. 1. με την πυγμή, με τη γροθιά («πὺξ μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα», Ομ. Ιλ.) 2. ως προς την πυγμαχία («πὺξ ἀγαθὸς Πολυδεύκης», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «πὺξ ἔχω τοὺς δακτύλους» έχω τα δάχτυλα… …
2ιθυμάχος — ἰθυμάχος, ον (Α) 1. αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια 2. αυτός που μάχεται σε ανοιχτό πεδίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πυγ μάχος] …
3ιππομάχος — (3ος αι. π.Χ.). Πολιτικός της Μιλήτου. Όταν γύρισε με τη βοήθεια των Σελευκιδών από την εξορία, όπου τον είχε στείλει ο τύραννος της Μιλήτου, Τίμαρχος, ο Ι. έδιωξε τον τελευταίο. Στη συνέχεια ο Ι. κατέλαβε σημαντική θέση, επειδή τον τίμησαν ως… …
4κνήμαργος — κνήμαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκές κνήμες 2. εκείνος που έχει χοντρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + αργος (< ἀργός «στιλπνός, γυαλιστερός»), πρβλ. πόδ αργος, πύγ αργος] …
5λέπαργος — λέπαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκό δέρμα ή λευκά φτερά («λέπαργος κίρκος», Αισχύλ.) 2. αυτός που έχει λευκή κοιλιά ή λευκά πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπος + ἀργός «στιλπνός, λευκός» (πρβλ. κνήμ αργος, πύγ αργος)] …
6παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… …
7ραβδομαχία — η / ῥαβδομαχία, ΝΑ είδος οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία είναι παρεμφερής με την ξιφασκία νεοελλ. (γενικά) συμπλοκή με ραβδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + μαχία πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *ῥαβδομάχος (πρβλ. μονο μαχία, πυγ μαχία)] …
8ροπαλομάχος — ὁ, Α αυτός που πολεμούσε με το ρόπαλο, ο οπλισμένος με ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπαλον + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. πυγ μάχος] …
9σιαγόνα — η / σιαγών, όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. σεαγών και συαγών, και ιων. τ. σιηγών, Α καθένα από τα οστά τού προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και φέρουν τα δόντια, η γνάθος, το σαγόνι νεοελλ. 1. τεχνολ. τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που… …
10σπιθαμή — η / σπιθαμή, ΝΜΑ, και πιθαμή, Ν 1. το διάστημα ανάμεσα στον αντίχειρα και στο μικρό δάχτυλο τεντωμένου χεριού (α. «μια σπιθαμή απόσταση» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ πλάτος πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», Αριστοτ.) 2. (για χρόνο)… …
- 1
- 2