πτέρυξ

  • 21πτέρυγ' — πτέρυγα , πτέρυξ wing fem acc sg πτέρυγι , πτέρυξ wing fem dat sg πτέρυγε , πτέρυξ wing fem nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22Nectocaris — pteryx Temporal range: Middle Cambrian, 505 Ma …

    Wikipedia

  • 23Нектокарис — ? † Nectocaris pteryx …

    Википедия

  • 24PTERYGIA — Graece Πτερύγια, quae et πτέρυγες et πτερὰ, sunt anguli vestium, αἱ γωνίαι alias. Hesych. Θετταλικὰ πτερὰ, τοῦτο εἴρηται διὰ τὸ πτέρυγας ἔχειν τὰς θετταλικὰς χλαμύδας. πτέρυγες δὲ καλοῦνται αἱ ἑκατέρωθεν γωνίαι, διὰ τὸ ἐοικέναι πτερυξι. Cuiusmodi …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 25μικροπτέρυξ — η (Α μικροπτέρυξ, ὁ, ἡ) νεοελλ. το θηλ. η μικροπτέρυξ ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μικροπτερυγιδών αρχ. αυτός που έχει μικρές πτέρυγες, μικρόπτερος, μικροφτέρουγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο… …

    Dictionary of Greek

  • 26σιδηροπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α σιδηρόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. αἰολο πτέρυξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 27τανυπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τανύπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο πτέρυξ) …

    Dictionary of Greek

  • 28χρυσοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Μ χρυσοπτέρυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. λινο πτέρυξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 29крыло — диал. также наружная лестница, часть плуга , крыльцо, укр. крило, др. русск., ст. слав. крило πτέρυξ (Супр.), болг. крило плавник , сербохорв. крило крыло, плавник , словен. krilo, чеш. křidlo, слвц. kridlo, польск. skrzydɫo, стар. krzydɫo, в.… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 30Archaeopteryx — Taxobox name = Archaeopteryx fossil range = fossil range|155.0|150.0Late Jurassic image width = 300px image caption = A model of Archaeopteryx lithographica on display at the Oxford University Museum. regnum = Animalia phylum = Chordata classis …

    Wikipedia