πτέρυξ

  • 101παραπτέρυγον — τὸ, Μ μέρος ή είδος οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πτέρυγον (< πτέρυξ, υγος)] …

    Dictionary of Greek

  • 102πτερυγίζω — ΜΑ [πτέρυξ υγος] φτερουγίζω, χτυπώ τα φτερά μου για να πετάξω, να σηκωθώ από το έδαφος ή σαν πετεινός όταν ετοιμάζεται να λαλήσει …

    Dictionary of Greek

  • 103πτερυγοειδής — ες, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με πτέρυγα, που έχει σχήμα φτερού (α. «πτερυγοειδής απόφυση» β. «πτερυγοειδῆ νεῡρα», Γαλ.) νεοελλ. 1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχέση με το σφηνοειδές οστό τής βάσης τού κρανίου (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 104πτερυγοποίκιλος — ον, Α αυτός που έχει πολύχρωμες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + ποικίλος «πολύχρωμος»] …

    Dictionary of Greek

  • 105πτερυγοπόδιο — το, Ν ζωολ. α) γονοπόδιο, συζευκτικό όργανο τών αρσενικών χονδροϊχθύων β) μεσοθωρακικό τμήμα σε κάθε πλευρά τού θώρακα, κατά τον σχηματισμό τού πρώτου ζεύγους φτερών στα λεπιδόπτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pterygopodium < πτέρυξ,… …

    Dictionary of Greek

  • 106πτερυγοτετράγωνος — η, ο, Ν φρ. «πτερυγοτετράγωνος χόνδρος» (ουγκρ. ανατ.) χόνδρος που αποτελεί σκελετικό τμήμα τού εμβρύου τών σπονδυλοζώων και σχηματίζει την άνω πρωτογενή γνάθο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pterygoquadrate < pterygo (< πτέρυξ …

    Dictionary of Greek

  • 107πτερυγοτόμος — ὁ, Α χειρουργικό εργαλείο για την αποκοπή πτερυγίων τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος] …

    Dictionary of Greek

  • 108πτερυγοτύραννος — ὁ, Α ο βασιλιάς τών πουλιών, είδος πτηνού τής Ινδικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + τύραννος] …

    Dictionary of Greek

  • 109πτερυγοφόρος — ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που φέρει, που έχει πτέρυγες αρχ. φρ. «πτερυγοφόρον ἤλεκτρον» το ήλεκτρο, που έλκει το χνούδι τών φτερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + φόρος* (< φέρω)] …

    Dictionary of Greek

  • 110πτερυγοϋπερώιος — α, ο, Ν 1. ανατ. ο σχετικός με τις πτερυγοειδείς αποφύσεις τού σφηνοειδούς οστού και με την υπερώα 2. φρ. «πτερυγοϋπερώιος πόρος» πόρος διά μέσου τού οποίου πορεύεται ο δεύτερος κλάδος τού τριδύμου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ.… …

    Dictionary of Greek