πτέρυξ
11πτέρυγες — πτέρυξ wing fem nom/voc pl …
12πτέρυγι — πτέρυξ wing fem dat sg …
13πτέρυγος — πτέρυξ wing fem gen sg …
14πτέρυξι — πτέρυξ wing fem dat pl …
15πτέρυξιν — πτέρυξ wing fem dat pl …
16πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ …
17κυανοπτέρυξ — κυανοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) (για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτέρυξ (πρβλ. λευκο πτέρυξ, φοινικο πτέρυξ)] …
18λινοπτέρυξ — λινοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) λινόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πτέρυξ (< πτερόν), πρβλ. λευκο πτέρυξ, μελανο πτέρυξ] …
19φερεπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α φερέπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πτέρυξ (πρβλ. λευκο πτέρυξ, τανυ πτέρυξ)] …
20φοινικοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α (για πτηνό) αυτός που έχει κόκκινες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + πτέρυξ (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυξ] …