πτύον
11πτύο — το / πτύον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πτέον Α νεοελλ. το φτυάρι μσν. αρχ. γεωργικό εργαλείο για το λίχνισμα τών σιτηρών στο αλώνι (α. «οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῡ καὶ διακαθαριεῑ τὴν ἅλωνα αὐτοῡ», ΚΔ β. «ἇς ἐπὶ σωρῶ αὖτις ἐγὼ πάξαιμι μέγα πτύον»,… …
12из одного дерева икона и лопата — (иноск.) из каждого предмета можно сделать и хорошее и дурное Ср. άφ ένός ξύλου καί σταύρός καί πτύον. Имп. Василий II о неравенстве братьев. Ср. έκ ταύτού ξύλου καί σταύρός καί πτύον. Planud. 38. Ср. έκ παντός ξύλου κλώος γένοιτ άν καί θεός. Из… …
13Из одного дерева икона и лопата — Изъ одного дерева икона и лопата (иноск.) изъ каждаго предмета можно сдѣлать и хорошее и дурное. Ср. ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. Имп. Василій II о неравенствѣ братьевъ. Ср. ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. Planud. 38. Ср. ἐκ παντὸς …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
14ύργα — Α (κατά τον Θεόγνωστ.) «πτύον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ὕριγγα πτύον (κυπριακός τ., βλ. λ. σύριγγα)] …
15лопата — лопатка, укр. лопата, др. русск., ст. слав. лопата πτύον (Супр.), болг. лопата, сербохорв. ло̀пата, словен. lорatа, чеш., слвц. lораtа, польск. ɫораtа, в. луж., н. луж. ɫораtа. Другая ступень вокализма: лапа. Родственно лит. lореtà, вин. п.… …
16κέρνος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Είναι γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους, όμως απέκτησε τυποποιημένη μορφή σε μεταγενέστερες εποχές. Στο πάνω μέρος του υπήρχαν μία ή δύο σειρές μικρών αγγείων που ονομάζονταν κοτυλίσκοι. Το αγγείο αυτό… …
17κοπροβόλος — κοπροβόλος, ον (Α) κατάλληλος για μετακίνηση ή για διασκόρπιση κόπρου («πτύον κοπροβόλον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ βόλος, δορυ βόλος] …
18λικμητικός — ή, ό (AM λικμητικός, ή, όν) [λικμώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λίχνισμα, λιχνιστικός, κατάλληλος για λίχνισμα («λικμητικὸν πτύον», Ευστ.) …
19πτέον — τὸ, Α (αττ. τ.) βλ. πτύον …
20πτίσσω — και πτίττω Α 1. εκλεπίζω, αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω κριθάρι ή άλλα δημητριακά 2. κοπανίζω μέσα σε γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., όρος τής γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *peis / *pis «λειανίζω, συντρίβω, κοπανίζω, αλέθω σε γουδί» και συνδέεται με …