πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα

  • 1πτύσσω — ΝΑ 1. διπλώνω, μαζεύω, τυλίγω (α. «πτύσσω τα ιστία» β. «πτυσσόμενα έπιπλα» γ. «καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτη», ΚΔ δ. «ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα», Ομ. Οδ.) 2. (μέσ. και παθ.) πτύσσομαι σχηματίζω πτυχώσεις, κάνω πτυχές νεοελλ …

    Dictionary of Greek