πτυελίζω
1πτυελίζω — Α βλ. πτυαλίζω …
2πτυελίζοντα — πτυελίζω salivate pres part act neut nom/voc/acc pl πτυελίζω salivate pres part act masc acc sg …
3πτυελίζουσι — πτυελίζω salivate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πτυελίζω salivate pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
4πτυελίζειν — πτυελίζω salivate pres inf act (attic epic) …
5πτυαλίζω — και πτυελίζω Α [πτύαλον/ πτύελον] αποχρέμπτομαι …
6πτυαλισμός — και πτυελισμός, ο, ΝΜΑ [πτυαλίζω / πτυελίζω] η σιαλόρροια …
7πτυελίστρα — η, Ν μικρό φορητό πτυελοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυελίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ποτίσ τρα)] …