πτοίησις
1πτοίησις — vehement emotion fem nom sg …
2πτοίησις — ήσεως, ἡ, Α βλ. πτόηση …
3πτοίησιν — πτοίησις vehement emotion fem acc sg …
4πτοιήσεις — πτοέω terrify aor subj act 2nd sg (epic) πτοέω terrify fut ind act 2nd sg (epic) πτοίησις vehement emotion fem nom/voc pl (attic epic) πτοίησις vehement emotion fem nom/acc pl (attic) πτοιέω terrify aor subj act 2nd sg (epic) πτοιέω terrify fut… …
5πτόηση — η, / πτόησις, ήσεως, ΝΑ και πτοίησις, Α [πτοῶ / πτοιῶ] το αποτέλεσμα τού πτοώ, εκφοβισμός, τρόμαγμα …
6πτοιήσεως — πτοιήσεω̆ς , πτοίησις vehement emotion fem gen sg (attic) …