πτερόεις
1πτερόεις — feathered masc nom sg …
2πτερόεις — εσσα, εν, ΝΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει φτερά, ο φτερωτός 2. φρ. «έπεα πτερόεντα» μτφ. i) λόγια ευκίνητα, που πετούν γρήγορα, γοργά ii) λόγια που πετούν και χάνονται (Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο πτερόεις ζωολ. γένος φανταχτερών… …
3πτερόεντα — πτερόεις feathered neut nom/voc/acc pl πτερόεις feathered masc acc sg …
4πτεροέντων — πτερόεις feathered masc/neut gen pl …
5πτεροέσσαις — πτερόεις feathered fem dat pl …
6πτεροῦσσα — πτερόεις feathered fem nom/voc sg …
7πτεροῦσσαν — πτερόεις feathered fem acc sg …
8πτερόεντας — πτερόεις feathered masc acc pl …
9πτερόεντες — πτερόεις feathered masc nom/voc pl …
10πτερόεντι — πτερόεις feathered masc/neut dat sg …
Страницы
- 1
- 2