πτεροφυής
1πτεροφυής — growing feathers masc/fem nom sg …
2πτεροφυής — ές, Α αυτός που βγάζει φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ἀνθο φυής] …
3πτεροφυῆ — πτεροφυής growing feathers neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πτεροφυής growing feathers masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πτεροφυής growing feathers masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4πτεροφυεῖ — πτεροφυέω grow feathers pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) πτεροφυέω grow feathers pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) πτεροφυής growing feathers masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πτεροφυής growing feathers… …
5πτεροφυΐα — η, ΝΑ [πτεροφυής] η έκφυση φτερών, ο σχηματισμός φτερώματος …
6πτεροφυώ — πτεροφυῶ, έω, ΝΜΑ [πτεροφυής] βγάζω φτερά, σχηματίζω φτέρωμα …
7πτερόφυτος — ον, Α πτεροφυής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φυτός (< φύομαι), πρβλ ελαιό φυτος] …
8φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …
9ՆՈՐԱՓԵՏՈՒՐ — ( ) NBH 2 0445 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 11c ա. πτεροφυής alatus ἀπαλός tener. կամ բայիւ πτεροφυέω alas produco, plumesco. Որոյ փետուրքն են նորաբոյս, կամ նորոգեալ. այն ինչ թեւաբուսեալ. նոր փետրւորած, թեւաւորած.… …
10πτεροφυῶν — πτεροφυέω grow feathers pres part act masc nom sg (attic epic doric) πτεροφυής growing feathers masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …