πτερνισμός
1πτερνισμός — supplanting masc nom sg …
2πτερνισμός — (I) ο, Ν [πτερνίζομαι] το φτέρνισμα. (II) ὁ, ΜΑ [πτερνίζω] χτύπημα με τη φτέρνα, κλοτσιά αρχ. 1. υποσκελισμός με τέχνασμα ή με δόλο 2. δολιότητα, πανουργία, επιβουλή …
3πτερνισμοῦ — πτερνισμός supplanting masc gen sg …
4πτερνισμούς — πτερνισμός supplanting masc acc pl …
5πτερνισμῷ — πτερνισμός supplanting masc dat sg …
6πτερνισμόν — πτερνισμός supplanting masc acc sg …
7πτέρνισμα — (I) το, Ν βλ. φτέρνισμα. (II) τὸ, Μ [πτερνίζω] υποσκελισμός, εκτόπισμα με τέχνασμα ή με δόλο, πτερνισμός …
8ԽԱԲԱՆՔ — (նաց, նօք.) NBH 1 0909 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. πτερνισμός supplantatio ἁπάτη deceptio, fraus. խաբք. խաբէութիւն. պատրանք. թաթելն. կարթելն. ... *Արար խաբանօք, զի կոտորեսցե զծառայս բահաղու: Կործանեա խաբանօք… …
9ԽԱԲԷՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0910 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 12c գ. ἁπάτη, πτερνισμός deceptio, fraus, supplantatio ἕμπαιγμα , χλευή illusio, ludificatio ψεύδος mendacium. Խաբ. խաբանք. պատրանք. դաւ. նենգութիւն. դաւաճանութիւն. ստութիւն.… …