πτανὸν
1πτανόν — πτᾱνόν , πτηνός able to fly masc acc sg (doric) πτᾱνόν , πτηνός able to fly neut nom/voc/acc sg (doric) πτᾱνόν , πτηνός able to fly masc/fem acc sg (doric) πτᾱνόν , πτηνός able to fly neut nom/voc/acc sg (doric) …
2πτηνό — το / πτηνόν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πτανόν Α σπονδυλωτό ζώο που έχει φτερά, που πετά, πουλί (α. «αποδημητικό πτηνό» β. «πολλὴ μὲν γὰρ ἡ τῶν ἐνυδρων, πολλὴ δὲ ἡ τῶν πτηνῶν [θήρα]», Αριστοτ.) νεοελλ. στον πληθ. τα πτηνά ζωολ. ομοταξία δίποδων ομοιόθερμων …