πρῶσις

  • 1πρώσις — ώσεως, ἡ, Α (πιθ. γρφ.) (κατά τον Ησύχ.) (συνηρ. τ.) βλ. πρόωση …

    Dictionary of Greek

  • 2πρόωση — η / πρόωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. πιθ. στον Ησύχ. πρῶσις Α [προωθῶ] η ώθηση προς τα εμπρός, προώθηση νεοελλ. 1. ιατρ. τάση συνεχούς επιταχύνσεως τού βήματος προς τα εμπρός κατά τη βάδιση, σαν να ακολουθεί ο άρρωστος, τρέχοντας, το κέντρο… …

    Dictionary of Greek