πρῴ

  • 21Πρώνακτος — Πρῶ/ναξ masc gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22πρωί — πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α επίρρ. χρον. 1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή τού ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν 2. κατά το διάστημα τής ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι 3. (με άρθρο ως …

    Dictionary of Greek

  • 23πρώρα — η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο τού πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό νεοελλ. (κατ επέκτ.) το πρόσθιο …

    Dictionary of Greek

  • 24πρωτός — ή, όν, Α ο καθορισμένος από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρω τού πέ πρω ται, παρακμ. τού άχρηστου ενεστ. πόρω* «παρέχω, προσφέρω»] …

    Dictionary of Greek

  • 25πρώην — ΝΜΑ, και πρῴην και δωρ. τ. πρώαν και πρᾱν και συνηρ. τ. πρῶν ή πρῷν και πρόαν Α επίρρ. νεοελλ. 1. άλλοτε 2. τέως («ο πρώην δήμαρχος») μσν. φρ. «ἐκ πρώην» από παλιά μσν. αρχ. προχθές («χθές τε καὶ πρώην», Αριστοφ.) αρχ. 1. μόλις πριν από λίγο,… …

    Dictionary of Greek

  • 26πόρω — Α 1. παρέχω, προσφέρω, δίνω (α. «ἣν διὰ μαντοσύνην τὴν οἱ πόρε Φοῑβος Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ἀμέτρητον πένθος πόρε δαίμων», Ομ. Οδ.) 2. πορεύω, οδηγώ, φέρνω κάποιον κάπου («εἴ τις... δεῡρο Θησέα πόροι», Σοφ.) 3. φρ. α) «υἱov πορεῑν… …

    Dictionary of Greek

  • 27Protist — Protịst [aus gr. πρωτιστος (Steigerungsform von gr. πρω̃τος = erster) = der allererste] m; en, en (meist Mehrz.): Einzeller, Lebewesen, die nur aus einer Zelle bestehen (z. B. Bakterien; Biol.) …

    Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • 28πρῴα — πρῴᾱ , πρώιος early fem nom/voc/acc dual πρῴᾱ , πρώιος early fem nom/voc sg (doric aeolic) πρῴ̱ᾱ , πρώιος early fem nom/voc/acc dual (attic) πρῴ̱ᾱ , πρώιος early fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 29πρῴας — πρῴᾱς , πρώιος early fem acc pl πρῴᾱς , πρώιος early fem gen sg (doric aeolic) πρῴ̱ᾱς , πρώιος early fem acc pl (attic) πρῴ̱ᾱς , πρώιος early fem gen sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 30πρῴων — πρώιος early fem gen pl πρώιος early masc/neut gen pl πρῴ̱ων , πρώιος early fem gen pl (attic) πρῴ̱ων , πρώιος early masc/neut gen pl (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)