1πρῴραθε — πρῴρᾱθε , πρῴραθεν from the ship s head indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2πρώραθεν — πρῴραθεν ΝΑ και ποιητ. τ. πριν από σύμφωνο πρῴραθε και ιων. τ. πρῴρηθεν Α επίρρ. από την πρώρα, από το μέρος τής πλώρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε* (πρβλ. πρύμνη θεν)] …
Dictionary of Greek