πρῖσις
1πρῖσις — sawing fem nom sg …
2πρίσις — ίσεως, ἡ, Α [πρίω] 1. η ενέργεια τού πρίω, πριόνισμα 2. (στη χειρουργική) διάτρηση με πριονοειδές τρύπανο 3. φρ. «πρῑσις ὀδόντων» τριγμός, τρίξιμο τών δοντιών από οργή ή ως σύμπτωμα νόσου …
3πρίσις — πρί̱σῑς , πρῖσις sawing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …
4πρῖσιν — πρῖσις sawing fem acc sg …
5πρίσει — πρί̱σει , πρίω aor subj act 3rd sg (epic) πρίζω saw aor subj act 3rd sg (epic) πρίζω saw fut ind mid 2nd sg πρίζω saw fut ind act 3rd sg πρί̱σει , πρῖσις sawing fem nom/voc/acc dual (attic epic) πρί̱σεϊ , πρῖσις sawing fem dat sg (epic) πρί̱σει …
6πρίσεις — πρί̱σεις , πρίω aor subj act 2nd sg (epic) πρίζω saw aor subj act 2nd sg (epic) πρίζω saw fut ind act 2nd sg πρί̱σεις , πρῖσις sawing fem nom/voc pl (attic epic) πρί̱σεις , πρῖσις sawing fem nom/acc pl (attic) …
7ανάπρισις — ἀνάπρισις ( εως), η (Α) πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πρῖσις < πρίω «πριονίζω»] …
8πρίσεσιν — πρί̱σεσιν , πρῖσις sawing fem dat pl …
9πρίσεως — πρί̱σεω̆ς , πρῖσις sawing fem gen sg (attic) …
10πρίσιος — πρί̱σιος , πρῖσις sawing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
- 1
- 2