πρῑνίδιον
1πρινίδιον — πρῑνίδιον , πρινίδιον neut nom/voc/acc sg …
2πρινίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού πρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σαν ίδιον)] …
3πρινιδίοις — πρῑνιδίοις , πρινίδιον neut dat pl …
1πρινίδιον — πρῑνίδιον , πρινίδιον neut nom/voc/acc sg …
2πρινίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού πρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σαν ίδιον)] …
3πρινιδίοις — πρῑνιδίοις , πρινίδιον neut dat pl …